πρητήριον

πρητήριον
πρατήριον
place for selling
neut nom/voc/acc sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρητήριον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. πρατήριο …   Dictionary of Greek

  • πρατήριο — το / πρατήριον, ΝΑ, ιων. τ. πρητήριον, Α [πρατήρ] νεοελλ. 1. κατάστημα όπου πωλούνται σε μικρές ποσότητες και λειανικώς προϊόντα ορισμένου είδους και προέλευσης (α. «πρατήριο ψωμιού» β. «πρατήριο βενζίνης») 2. κατάστημα διαθέσεως προϊόντων για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”